ἀθαλάσσωτος

ἀθαλάσσωτος
ἀθᾰλάσσ-ωτος, [dialect] Att. [suff] ἀθᾰλά-ττωτος, ον, ([etym.] θαλασσόω)
A unused to the sea, a land-lubber, Ar.Ra.204, Agath.1 Praef.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αθαλάσσωτος — η, ο (Α αθαλάσσωτος, ον και ἀθαλάττωτος, ον) [θαλασσώνω] 1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός 2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό νεοελλ. 1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • αθαλάσσωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έκανε θαλασσινό ταξίδι, που δεν ξέρει από θάλασσα: Ο άνθρωπος, αθαλάσσωτος, άρχισε να ανακατεύεται μόλις ξεκίνησε το πλεούμενο. 2. αυτός που έμεινε χωρίς να «θαλασσωθεί», να «σαλατοποιηθεί»: Στο τέλος δεν είχε αφήσει τίποτε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθαλάττωτοι — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλάττωτος — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθαλάσσευτος — ἀθαλάσσευτος, ον (Α) ο αθαλάσσωτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”